Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Ξαναζώντας το παρελθον...

"Πολλες φορες αναρωτιεμαι... αν πρεπει να αφηνουμε τα πραγματα οπως ειναι, αν πρεπει να προσπαθουμε να αλλαξουμε αυτο που τυχον συμβει ή αν πρέπει να αφήνουμε τους άλλους να το κάνουν αυτό. Και λέγοντας αλλους φυσικα μιλάω για ατομα που ξερουμε ότι ενδιαφερονται πραγματικά για μας.
Δυστυχώς δε μπορώ να καταλήξω... ίσως γιατί ειμαι κομμένος στα δύο... ας πούμε το μυαλό λέει το ένα, η καρδιά το άλλο και εκεί γίνονται οι συγκρούσεις. Τι να σου κάνουν και αυτές όμως όταν κανείς δε νικά, αλλά χάνεσαι περισσότερο; Αναρωτιέμαι αν θα καταφέρω ποτέ να το απαντήσω..."
"Για σένα... αχ για σένα όλα! όλα και τίποτα." έλεγε και βυθιζόταν στις σκέψεις του πάλι. Κάθε φορά που της μιλούσε ήταν για αυτόν ένας μικρός θάνατος. Θυμόταν όλα όσα είχαν περάσει μαζί σα γλυκόπικρη ανάμνηση. Και σκεφτόταν τις μέρες μετά που θα ήταν χωρίς αυτήν γιατί πάλι θα εξαφανιζόταν... όπως πάντα. Παντα εκεί όμως δαθέσιμος και ευπρόσδεκτος για το οτιδίποτε του ζητούσε και του έλεγε. Να ήταν γιατί την αγαπούσε ακόμα, ή είχε καταντήσει πια συνήθεια; Πώς ο πόνος κατανταει μια συνήθεια, όμως;

Δυσκολα τον καταλάβαινα, πάντα με μπέρδευαν οι σκέψεις του, ίσως γιατί εμοιαζαν με τις δικές μου... ποτέ δεν κατάφερα να τις ξεχωρίσω, όσο πιο πολύ τα σκεφτόμουν τόσα πιο πολλά συμπεράσματα και ερωτήματα έβγαζα και ξανά απο την αρχή μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος... αλλά όχι.. εκείνος ξέρει. Ξερει καλά τις σκέψεις του, αλλά δε θέλει, όχι δε θέλει να σταματήσει να της μιλάει... δε θα το άντεχε... ακόμη και το γεγόνος ότι του μιλάει σπάνια τον ευχαριστεί.
"Μου αρκεί να μου πει πως είναι καλά και να το εννοεί" , μου είχε πει κάποτε.
Μίλαγε αυτός άραγε ή το ποτό;
Η καρδιά... ναι αυτή μίλαγε, μόνο αυτή δεν επηρεάζεται, ξέρει καλά τι θέλει για να συνεχίσει να χτυπά.

Χτυπάει το τηλέφωνο και τραντάζομαι... ποιος είναι στις 3.30 το χαράμα...;
-Ναι;
-Θα έρθεις σε παρακαλώ από εδώ;
Ήταν αρκετό... πάλι της μίλησε... έφυγα τρέχοντας πριν πιει όλο το chateau margaux του '82 που του είχα παρει για τα γενέθλιά του, ξεχνώντας και πάλι όλες μου τις σκέψεις...

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Ο επιβάτης





Μόλις πέθανα, είχα μια ελεθευρία, όμορφη, νεα περίεργη η παιδική μου ηλικία πέρναγε από μπροστά μου, γλιστρούσε σα χέλι οι αναμνήσεις, και έγδυνα τις σκέψεις μου λες και ήταν πόρνη. Καθώς έπαιρνα τη στροφή στις αναμνήσεις, είδα μια σκοτεινή εποχή δράματα σε κωμωδίες, γέλιο σε δράμα, φορείς, νεκροθάφτες να έχουν όλοι αλλάξει ρόλους. Μόλις έφτασα στο προορισμό, όλοι είχαν εξαφανιστεί, μόνος, φοβισμένος, φεύγω πάω στο σταθμό, είπα. Το τέλος ήταν αναμενόμενο, στο σταθμό ήρθε η άμαξα ίσως για το τελευταίο ταξίδι;
Ο Θεός ο οδηγός τον βλέπω... Να τος! Μέσα από καπνό ξεπροβάλει και εγώ ο τελευταίος επιβάτης.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Άδεια η ψυχή σου...

Επέστρεψες.... Επέστρεψες να κάνεις τι; αλήθεια τι ψάχνεις;
Ματώνεις τις πληγές μου, αυτες που δεν έκλεισαν ποτε... αυτές που δεν άφησες ποτέ να κλείσουν κι ας ήσουν ο μόνος που μπορούσε να το κάνει τότε, φοβήθηκες...
Δε ξέρω τι.... ίσως πια και να μη με νοιάζει... δε ξέρω. Τόσος πόνος, έρωτας, καπου στο βάθος ίσως λίγη αγάπη που δε πρόλαβε να λάμψει... και μετά... μετά τίποτα. Κενό.
Κοιτάω τον ουρανό, το απέραντο του ουρανού, πόσο μικρή αισθάνομαι για ακόμη μια φορα... να φταίει άραγε η νύχτα; Ένα αστεράκι κάπου φαίνεται να έλαμψε, μπα ιδέα μου ήταν... Μαυρίλα πάλι, το φεγγάρι ματωμένο κάπου χαμηλά, ίσα για να ξεχωρίζω τη θαλασσα και... σιγη. Tίποτα δεν έχει μείνει πια. Θα βγω, θα περπατήσω, ίσως καταφέρω να σε ξεχάσω για λίγο.

Δρόμος, στενά, λίγα φωτάκια μονάχα, κάτι πεσμένα δεντρα και κάποια χωρίς την φορεσιά τους, τι τρομακτικά που μοιάζουν... στο βάθος ένα παγκάκι. Χαλασμένο. Εκεί ένας παππούλης με μια μαγκουρίτσα, σκισμένα ρούχα και ξυπόλυτος κάθεται. Φτωχός κι απόμακρος φαίνεται, μοιάζει με την ψυχή κάποιων ανθρώπων, μοιάζει με την ψυχή σου. Κάτι πάνω του με τράβαει, πλησιάζω, τον κοιτώ και βουβά κάθομαι δίπλα του. Χαμογελάω. Δε ξέρω γιατί... απλά χαμογελάω, όσο κι αν πονώ.

-Κορίτσι μου, γυρισε και με κοίταξε, μην κλαις, μη κλαις σε παρακαλω.
Σάστισα. Εγώ χαμογελούσα κι εκείνος... εκείνος μου έλεγε να μη κλαίω. Μα πώς;... Είχε δίκιο όμως... ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου, άγγιξε τα χείλη μου και έπεσε στο χέρι μου και εκεί πέθανε... εκεί χάθηκε το χαμόγελό μου. Γυρίζω τον κοιτάζω...
-Μα..., δε προλαβαίνω να μιλήσω, δε ξέρω τι αλήθεια να του πω, έρχεται πιο κοντά μου, μου πιάνει τα χέρια και ξαφνικά νιώθω ζεστασια, φιλικότητα, κάτι έχει αυτός ο γέρος...
-Μη χάνεις το χαμόγελο σου μικρή μου, με κοιτάει στοργικά, κλάψε, αλλά μη χάσεις ποτέ το χαμογελό σου. Τον κοιτάζω για ακόμη μια φορά με απορία, αλήθεια αυτή τη στιγμή δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα, τίποτα. Κοιτάω και πάλι τον ουρανό, δυο τρία αστεράκι αχνοφαίνονται, ο ουρανός τώρα μοιάζει πιο φιλικός, γυρνάω στον παππούλη να τον ευχαριστήσω για τη παρέα και να φύγω... αλλά... πουθενά, ο γεράκος δε φαίνεται πουθενα... "Παράξενο", σκέφτομαι και εξαφανίζομαι στο τέλος του δρόμου, στρίβοντας για το σπίτι...

Μαυρίλα και πάλι. Μπαίνω βιαστικά στο σπίτι, βουλιάζω στον καναπέ και χάνομαι στις σκέψεις μου, κλαίω για σένα, για σένα που χάθηκες και που επέστρεψες ξαφνικά, κάνοντας πως δεν πέρασε ούτε μια μέρα... και θυμάμαι πάλι τα λόγια εκείνου του ανθρώπου....: "Μη χάνεις το χαμόγελο σου μικρή μου, κλάψε, αλλά μη χάσεις ποτέ το χαμόγελό σου".

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Όνειρο ήτανε...

Πέρα από τα γνωστά μας blogoπαιχνίδια στα οποία παίρνουμε μέρος κατά καιρούς, βρήκαμε ακόμη ένα, λίγο πιο ασυνήθιστο, γνωστό ίσως σε κάποιους ως.... "ΙδιογράφΩς"!
Ένα ωραίο βραδάκι είπαμε: "Γιατί λοιπόν να μη συμβάλλουμε και εμείς; Ίσως κάποτε να είμαστε οι πιο γνωστοί συγγραφείς...", γιατί βεβαίως βεβαίως φιλοδοξούμε όσοι παίρνουμε μέρος να εκδοθούμε και σε κάποιο λεύκωμα, το οποίο φυσικά και θα κάνει θραύση!!! Φανταστείτε κάθε είδους γραφικού χαρακτήρα, από όλη την Ελλάδα και όχι μόνο, να γεμίζει ένα τέτοιο σπάνιο βιβλίο!

Απολαύστε μας!


Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Μη μετανιώνεις



Σιωπή μόνο αυτό έμεινε, τίποτα άλλο να μας θυμίζει εκείνη τη μέρα, και αυτό το γιατί της μητέρας ακόμα με πονά. Είχε ντυθεί στα μαύρα ήταν η μέρα που δε πρόλαβες να δώσεις μια αγκαλία και να πεις ένα συγνώμη. Δε έπρεπε να το κάνω αυτό, φύγε από το σπίτι, δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου, μου έλεγε συνέχεια, ενώ στο βάθος άνδρες ψηλοί αδύνατοι χτυπούσαν με τα σφυριά τους. Ποιο σπίτι;, τίποτα δε χάθηκε, απάνταγα στη μητέρα και έβαλα τα κλάμματα. Στο βάθος η μικρή μου εξαδέλφη σε λίγο θα πέθαινε, και θα έφταιγα εγώ, ήθελε να σηκωθεί μα εγώ την έσπρχωχνα και μου φώναζε σε αγαπώ, δε μπορούσα να καθήσω μαζί της, Οι ψηλοί άνδρες συνέχιζαν την δουλειά τους και ερχόντουσαν προς το μέρος μου πίσω στο βάθος η μητέρα να κλαίει, οι άνδρες πήραν τη ξαδέλφη την έθαψαν εκεί που την έσπρωξα για τελευταία φορά. Εκει έμεινα για πάντα, δε μπόρεσα να φύγω, με έφαγαν οι σκόροι, δε γινόταν να ξεχάσω την στιγμή εκείνη που... Τα τελευταία λόγια της θα μείνουν για πάντα μες στο μυαλό μου και αν τα λόγια είναι δύσκολα είναι αγαπήμενα, σε αγαπώ, και αν δε τα πιστεύεις γεια χαρά, φεύγω ήσυχα. Και εγώ έμεινα στην άκρη του δρόμου, τόσο θλιμένος, που ακόμα και οι τυφλοί έδειχναν να μην είχαν πρόβλημα...