Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Σβήσαν τα φώτα...

Ενθουσιασμός, όνειρα, ελπίδες
όλα, όλα με μια φωνή εδώ.
Είναι γιορτές θε και κείνα να χαρούν.
Περπατάμε μαζί, πιανόμαστε αγκαλιά και γελάμε.
Γυρνάμε... γυρνάμε και... δεν είστε όλοι ευπρόσδεκτοι
τα γλυκά δε φτάνουν για όλους
απογοητεύεστε και φεύγετε.
Με αφήνετε μόνο, μέσα στο κρύο σπίτι,
και ας καίει ώρες η σόμπα
και ας έχω χαθεί κάτω από τις κουβέρτες
και ας έχω πνίγει στον ιδρώτα
πρώτα με πνίξαν τα δάκρυα.
Πόσο κρυώνω, πόσο με πάγωσες.
Με πάγωσες όπως εκείνη τη φόρα
πόσο κρύα αισθανόμουν τη θάλασσα
με τι πόνο σου έλεγα.... ότι...

"...Ξέρεις όλοι θέλουμε τις βουτιές μας, αυτές που θα τις κάνουμε μόνοι μας, χωρίς να σκεφτούμε τον καρχαρία που μπορεί να βρίσκεται από κάτω…. Όμως ξέρω πώς να τον νικήσω, όχι πως απαραίτητα θα τα καταφέρω, αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω, ίσως να είσαι κοντά και να με βοηθήσεις, ίσως και να μην είσαι, δε με πειράζει ότι κι αν συμβεί. "

Τώρα απλά σου ζητώ να μην είσαι
χάσου για μια στιγμή,
για μια στιγμή μονάχα...
άσε με να κολυμπήσω με τις ελπίδες
να παίξω με τον ενθουσιασμό
και να πραγματοποιήσω τα όνειρα.

Βάζεις πλώρη και εξαφανίζεσαι
εξαφανίζεσαι στου πόνου τα νέρα
το ταξίδι σου ένας μικρός θάνατος
σαν το όνειρο ενός παιδιού
που πνίγεται στο "μεγαλείο" σου
μεγαλείο που για χρόνια θα στέκει εκεί
εκεί μέχρι να δεις πως...
δεν ήταν παρά μόνο σκόνη,
στάχτη από τα δικά σου καμένα όνειρα.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Ψέμα δε σου λέω


Ξύπνησα σε ένα νοσοκομείο, έτσι κάπως ξεκίνησε η ζωή μου.

Ψέμα δε σου λέω, νομίζω ψέμα δε μου είπαν.

Κοιμήθηκα και ξύπνησα σπίτι, παλιό, μικρό, ζεστό. Εκεί έμαθα να μιλάω.

Ψέμα δε σου λέω, νομίζω ψέμα δε μου είπαν.

Κοιμήθηκα και ξύπνησα στο σπίτι, καινούριο, μεγάλο, ζεστό. Εκεί έμαθα να περπατάω, κάπου εκεί έκανα και τις πρώτες ζημιές, γνώρισα τον μικρό μου κόσμο, την οικογένειά μου.

Ψέμα δε σου λέω, νομίζω ψέμα δε μου είπαν.

Μεγάλωσα και πήγα σχολείο. Δημοτικό μου είπαν πως το λένε. Πολλούς μεγάλους συνάντησα, μα σαν και μενα μερικούς. Κάπου εκεί έκανα τους πρώτους φίλους.

Ψέμα δε σου λέω, το θυμάμαι κάπου αχνά.

Σαν περνούσε ο καιρός μικρούς έβλεπα να έρχονται, μοιάζανε με εμένα, μα πως μεγάλωσα εγώ μου λέγανε.

Ψέμα δε σου λέω, μα την αλήθεια δε γνωρίζω.

Κάπου πια μεγάλωσα τόσο που δεν είχε πιο πάνω. Και εκεί πήγα πια στο Γυμνάσιο.

Ψέμα δε σου λέω, νομίζω ψέμα δε μου είπαν.

Κάπου εκεί γνώρισα και την ασχήμια του κόσμου. Τους πρώτους φίλους μου έχασα, μα μια χαρούμενη παρέα κέρδισα. Δεν είχε μάθει όμως στις λύπες, και μεγάλωσα εγώ και από εκείνη έφυγα, πραγματικούς φίλους να βρω. Στο Λύκειο μου είπαν να πάω.

Ψέμα δε σου λέω, νομίζω ψέμα δε μου είπαν.

Κάπου στο Λύκειο τώρα είμαι. Πέρυσι μικρή φαινόμουν και πάλι, γνώρισα για τα καλά την ασχήμια του κόσμου, κάπου απογοητεύτηκα και έτσι σε άλλο λύκειο κατέληξα.

Ψέμα δε σου λέω, αυτό αποφάσισα.

Εκεί γνώρισα και πάλι την ομορφιά που είχα γνωρίσει νομίζω στο δημοτικό, σαν πρώτους φίλους κάποιοι με πλησίασαν, η ομορφιά πια υπερισχύει της ασχήμιας και σ' εκείνους χαμογελώ!

Ψέμα δε σου λέω, αυτή είναι η ζωή μου.

Τα καλοκαίρια μου μεγάλα, μικρά, όμορφα, άσχημα, μα πάντα κάτι μου μάθαιναν.
Κάπου πέρυσι πήγα και φροντιστήριο, έτσι μου είπαν το όνειρο τάχα θα πετύχω. Κάπου εκεί πάλι φέτος την ομορφιά ξανασυνάντησα, ίσως μου χαμόγελασε και εκείνη, μα νομίζω πως μονάχα μειδίασε.

Ψέμα δε σου λέω, αυτά πιστεύω.

Τέλος κάπου για να ξεσπώ, ίσως να χαλαρώνω και κάπου να ασκώ και το σώμα πέρα από το μυαλό στην κολύμβηση γράφτηκα από μικρή μικρή, ζήλια για το κολύμπι.

Ψέμα δε σου λέω, τούτη είναι η ζωή μου.

Αλήθεια τάχα ποια να είναι η δική σου;

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Ονειρεμένε μου εφιάλτη...

«Θα σ’αγαπάω για πάντα», μου είχες πει κάποτε. Πόσο ειλικρινής φαινόσουν, πόσο ήθελα να σε πιστέψω…

Καθόμασταν εκεί αγκαλιά και παρατηρούσαμε όλο τον κόσμο που έτρεχε σα χαμένος δεξιά και αριστερά για να προλάβει πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Χριστούγεννα ήταν. Σε κοίταξα και σου είπα… «δε με αγάπας, δε θα με αγαπήσεις ποτέ, δε θα με αγαπάς για πάντα.» Και νευρίασες, είπες πως εγώ δε σε αγαπώ και ας ήσουν όλη μου η ζωή, προσπάθησα να σου εξηγήσω, αλλά είπες ψυχρά: «Ας κάνουμε σα να μη το είπες ποτέ αυτό». Δε μίλησα μόνο σε φίλησα και συνεχίσαμε να κοιτάζουμε τα φώτα της πόλης. Είχε πια νυχτώσει, όλοι είχαν φύγει, είχαμε μείνει μόνοι να απολαμβάνουμε την ομορφιά των Χριστουγέννων.


“Φύγε! Φύγε, δε μπορώ να ζω πια μαζί σου, με καταστρέφεις, μέρα με τη μέρα με καταστρέφεις.” Σε κοίταξα απορημένη, προσπαθούσα να καταλάβω την ένταση του θυμού σου, αλήθεια έφταιγα εγώ; Στεκόμουν εκεί στην πόρτα και σε κοίταζα… “Φύγε!” ξαναφώναξες, και πριν εξαφανιστώ για πάντα απ’ τη ζωή σου, ψιθύρισα…

«Δε μ’ αγαπάς, δε θα με αγαπήσεις ποτέ, δε θα με αγαπάς για πάντα.», με κοίταξες με απορία, θυμήθηκες εκείνη τη νύχτα που καθόμασταν αγκαλιά, δάκρυσες, χαμήλωσες το κεφάλι και ψιθύρισες: “φύγε… φύγε σε παρακαλώ…” , πριν κλείσω την πόρτα σε κοίταξα, ίσως με δάκρυα στα μάτια και σου είπα: «Σ’ αγαπώ άγγελε μου, να προσέχεις.»


Άρχισα να τρέχω, δε ξέρω αν ήθελα να φύγω μακριά σου ή μακριά απ’ τις σκέψεις μου… Κάποια στιγμή κουράστηκα και κάθισα σε ένα παγκάκι… Όχι, δε μπορεί… ήταν εκείνο… άρχισα να κλαίω… αλήθεια γιατί; Ίσως και να σε είχα πιστέψει όταν μου έλεγες πως μ’ αγαπάς και ας ήξερα πως δε το εννοούσες.


Τώρα είμαι ξαπλωμένη σ’ αυτό το παγκάκι, δυο χρόνια μετά… Χριστούγεννα, όπως και τα περασμένα, ίσως περίμενω να γυρίσεις και ας είναι μόνο για μια στιγμή…


“Αγάπη μου, με ακούς;” , κάποιος ψιθυρίζει και τραντάζομαι ολόκληρη, νομίζω πως είναι η φωνή σου… Μα όχι…

Κι όμως είσαι εσύ… Σε αγκαλιάζω και αρχίζω να κλαίω… Με κοιτάς… μου χαμογελάς και με ρωτάς: “Πώς είσαι;” , σε κοίταξα απορημένη… “Τους ανθρώπους που αγαπάμε, τους προσέχουμε και νοιαζόμαστε για αυτούς” , συνέχισες… σε κοίταξα πάλι απορημένη… «Σ’ αγαπώ… πάντα σ ‘αγαπούσα, θα σ’ αγαπώ για πάντα… αγάπησα την ιδέα σου, εσένα, την ανάμνησή σου… εσύ δε μ’ αγάπησες ποτέ, ίσως να αγάπησες την ιδέα μου, όχι εμένα όμως, ποτέ.»


Δάκρυσα.


Πόσο δίκιο είχες, πόσο σε αδίκησα, πόσο σε πλήγωσα, εκείνη τη νύχτα έτρεξα και δε γύρισα ποτέ ξανά πίσω, ενώ εσύ προσπαθούσες πάντα να γνωρίζεις πως είμαι… Με κοίταξες, δε μπόρεσα να καταλάβω το βλέμμα σου, χαμήλωσα το κεφάλι, με αγκάλιασες και την ώρα που σηκώθηκες να φύγεις… μου ψιθύρισες… «Σ’ αγαπώ ψυχή μου, να προσέχεις.»

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Πικραμένο πρόσωπο

Προχωράς και παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου, όλοι αντιδρούν λες και η ζωή τους είναι σε μια γυάλα, σε μια γυάλα που δε θα σπάσει ποτέ. Όλη τους η ζωή είναι μια γυάλα, πέρα από αυτή δεν υπάρχει τίποτα. Πρόσωπα, μορφές όλοι νομίζουν πως ζουν έξω απ' αυτή, όμως κανείς δε συνειδητοποιεί ότι η γυάλα ακόμη δεν έχει σπάσει.

Συνεχίζεις, κάπου στο βάθος διακρίνεις ένα πρόσωπο, που είναι σα να σε αναγκάζει να το κοιτάς, δε μπορείς να κοιτάξεις αλλού... Αυτό το πικραμένο χαμόγελο σε καθηλώνει, είναι ικανό να σε οδηγήσει εκεί που αυτό θέλει. Τι δύναμη μπορεί να έχει ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο που βγήκε από μια σπασμένη γυάλα και πικράθηκε όταν αντίκρισε όλες τις άλλες γυάλες γύρω του. Σε πλησιάζει, σε κοιτάει λες και ήσουν αυτός που έψαχνε, σε πλησιάζει, το κοιτάς ακόμη πιο επίμονα, μόνο για να καταλάβεις πως αυτό θα καθορίζει όλη την υπόλοιπη ζωή σου και για 'κεινο θα 'σαι η σωτηρία.


Προχωράτε και παρατηρείτε τον κόσμο γύρω σας, όλοι μέσα στις γυάλες τους σας κοιτάζουν περίεργα, σα να είστε τρελοί, σα να μην ανήκετε πουθενά, μήπως σας ζηλεύουν; Προσπαθείτε να τους πλησιάσετε, αλλά εκείνοι χτίζουν κι άλλη γυάλα και χάνονται περισσότερο πίσω απ'αυτές.


Συνεχίζετε, το τέλος είναι μακριά, η διαδρομή υπέροχη, κάποιες γυάλες παρακάτω σπάνε και σας πλησιάζουν οι κάτοικοί τους με ενθουσιασμό, σαν τον χαμένο τους εαυτό. Προχωράτε όλοι μαζί σε ένα δρόμο στενό, που όμως σας χωράει όλους, μόνο για να αντιληφθείτε πως οι άλλοι πλέον δε σας ζηλεύουν... Έχετε να σπάσετε ακόμη μία γυάλα που δημιουργήσατε μόνοι σας.


Καλό ταξίδι πικραμένα πρόσωπα.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Συγνώμη. . .






Πέρασα πολλές νύχτες χωρίς την παρουσία σου, μέρες είχα να σε δω και αν σε πεθύμησα δε ξερεις. Όμως δυο φορές που σε είδα τι ωραία που ήσουν, ζήτησες να ήσουν μαζί μου, σου είπα πως κοντά μου θα υποφέρεις. Δεν ήμουν εγώ για σένα. Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις. Ένα έχω να σου πω μη παίρνεις σοβαρά, την ιδέα μου αγάπησες μόνο. Θα υπάρξεις αρχή για πολλούς και το τέλος. Συγνώμη που σε κορόιδεψα, συγνώμη για ένα χάδι που δε σου έδωσα ποτέ, συγνώμη που δε ήμουν εκεί οταν ήθελες, συγνώμη που σου αναστάτωσα τη ζωή, συγνώμη που σε έκανα να πιστέψεις σε εμένα. Ένα συγνώμη δε είναι αρκετό...