Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Συννεφιά

















Και εκεί που η ηλιαχτίδα χάιδευε τα μάγουλό μας, πετάγεται το σύννεφο και την κρύβει. Κοιτάς προς τον ουρανό και αυτός μαυρίζει. Νιώθεις σταγόνες πια στο πρόσωπό σου... αλλά δε βρέχει. Είναι τα δάκρυά σου που κυλάνε και δε ξέρεις γιατί. Το φεγγάρι, κάπως άδειο, κρέμεται στον έναστρο ουρανό που σήμερα είναι τόσο καθαρός και οι αστερισμοί τόσο εύκολο να τους εντοπίσεις και λες πως κάτι θα υπάρχει εκεί, κάποιος άλλος ήλιος για να βοηθήσει, κάποια άλλη αχτίδα. 

Αλλά δε μπορείς σήμερα να τη δεις, τα μάτια σου είναι θολά και στο τηλέφωνο δεν απαντά κανείς. Μια μέρα όπως σήμερα είναι που χρειάζεσαι μια στοργική αγκαλιά πιο πολύ από ποτέ. Να σου πει πως όλα θα πάνε καλά, να σε σκεπάσει, να σου δώσει ένα φιλί, να πάρεις το αρκουδάκι σου αγκαλιά και να κοιμηθείς. Να είναι όλα ένας εφιάλτης. 

Μα, ξυπνάς πάλι το επόμενο πρωί και είναι όλα μουντά, χαζεύεις για λίγο τη θάλασσα που απλώνεται αγέρωχη, ήσυχη, ανέμελη και ανενόχλητη από το κάθε τι μπροστά σου, θες να της χαμογελάσεις, να πας στην ακρογιαλιά, να τρέξεις, να ξεχάσεις, να βουτήξεις, να πλυθείς από τις σκέψεις, να ξεπλυθείς από την θλίψη, να αφήσεις το αλάτι και τον ήλιο να σε κάψουν, να μη συναντήσεις κανέναν άνθρωπο, καμιά γυάλα, τις βαρέθηκες πια όλες αυτές. 

Ελπίζεις να εξαφανιστούν τα σύννεφα, να ανοίξει ο δρόμος που έχει αποκλειστεί, να πάρεις το ποδήλατό σου και να οδηγηθείς, όσο αντέχεις και όσο σε αντέχει, με τους ρυθμούς που θέλεις στον προορισμό που θα δημιουργείται καθώς προχωράς και θα χτίζεται όσο ονειρεύεσαι και προσπαθείς.

Ελπίζεις.. 
σε εκείνο το χαμόγελο. Προσπαθείς να πιστέψεις σε αυτό, το ξέρεις πως θα επιστρέψει. 
Απλά..
βοήθησέ το να φανεί, μη το τρομάζεις.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Ηλιαχτίδα


Θέλω να σου γράψω.
Θέλω να σου πω πολλά.
Θέλω να σε μαλώσω, να σε συγχαρώ, να σε αγκαλιάσω,να σου πω ότι σε αγαπώ.

Ξέρω πως με ενέπνευσες.
Ξέρω πως εξέπληξες.
Ξέρω πως με απογοήτευσες, πως με ενθάρρυνες, με κέρδισες, με λάτρεψες γνωρίζοντάς με.

Ας κάτσουμε..
ή καλύτερα, ας τρέξουμε, ας μας παρασύρει ο άνεμος, να μας πετάξει στη θάλασσα, να κολυμπήσουμε γυμνοί, να καούμε στον ήλιο, να μας δροσίσει το φεγγάρι και να μας αγκαλιάσει το κύμα. Και όταν κουραστούμε.. τότε που οι ανάσες μας θα είναι γρήγορες, μελαγχολικές, ζεστές και αλατισμένες από τις εμπειρίες, να κάτσουμε σε εκείνη την καλύβα, να βραχούμε από τη νεροποντή, να δακρύσουμε από τις αναμνήσεις, να αγκαλιάσουμε τις επιλογές μας και να αποφασίσουμε το μέλλον μας. Εκεί στην κρύα και βρεγμένη άσπρη αμμουδιά να χαράξουμε την πορεία μας. Θα είναι αρωματισμένη από τις σκέψεις, τους φόβους και τις επιθυμίες μας. Θα ακολουθεί τη μια στροφή μετά την άλλη, δε θα ξέρουμε πόσο ακόμη θα τραβήξει, θα κοιτάξουμε τα αστέρια να μας βοηθήσουν. Ξέρουμε πόσο δύσκολο θα είναι να αποφασίσουμε, μα.. θα κάτσουμε για μια στιγμή, θα αδειάσουμε το μυαλό μας, θα χαμογελάσουμε, θα κλάψουμε και εκεί στη σφιχτή αγκαλιά μας, θα αποφασίσουμε τον κόσμο που θα αναζητήσουμε και την στεριά που θα θέλουμε να ξυπνάμε.. 
Γιατί τη νύχτα όλα είναι σκοτεινά, όλα μοιάζουν λίγο τρομακτικά, λίγο απόμακρα και εθιστικά, μα τη μέρα, η αχτίδα που θα γλείφει τα χείλια μας, θα φιλάει το μάγουλό μας και θα τσούζει τα μάτια μας, αυτή την αχτίδα πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε. Αυτή η αχτίδα θα φωτίζει τις μέρες μας, αυτή θα αποφασίσει πότε τα λουλούδια στον κήπο μας θα είναι μελαγχολικά και πότε θα λάμπουν στην χαρά του φωτός, πότε θα δακρύσουν και πότε θα αφήσουν τον χρόνο να τα παρασύρει.

Θέλω εκείνη τη μέρα να ξαπλώσεις δίπλα μου, να με πάρεις αγκαλιά, να μου πεις πως μ' αγαπάς, να μου ψιθυρίσεις το όνειρό σου και να ελπίζω να ταιριάξει με το δικό μου.

Ξέρω πως θα ζητάω πολλά, πως τα όνειρα είναι προσωπικά και τίποτα δε πρέπει να τα επηρεάσει, γι αυτό δε θα δακρύσω, μονάχα θα σου πω.. 

"Ό,τι αγαπάς η αχτίδα να φέρει και όποιο όνειρο αναζητάς εγώ μαζί σου θα ελπίζω και ας είναι το μαζί τόσο μακριά, όσο τα χελιδόνια ταξιδεύουν, ξέρω την άνοιξη πάλι θα 'ρθουν".