Περπατάς σε αυτό τον γνωστό πλέον δρόμο δίπλα στη θάλασσα, εκεί πίσω από τα ψηλά πεύκα, μέσα στην τρομακτική πια ηρεμία της νύχτας, οι σκέψεις μια θάλασσα ανακατεμένη και τα συναισθήματα η αντανάκλαση των αστεριών στην επιφάνεια της θάλασσας. Αναπολείς κάποιες στιγμές πριν, τότε που είχες παρέα σε αυτόν τον περίπατο, τότε που η νύχτα δεν έμοιαζε τρομακτική, μάλλον μαγική, τότε που πίστευες ακόμη στον Έρωτα, τότε... Τα μάτια θολώνουν για μια στιγμή, το μυαλό ζαλίζεται και η καρδιά χτυπάει λίγο πιο γοργά, αλλά επέρχεται γρήγορα η λογική, άλλωστε τελικά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και εγώ μια ρομαντική ποιήτρια που γατζώθηκα πάνω του για να αφήσω μια ιδέα συναισθημάτων γραμμένη σε ένα χαρτί που ποτέ κανείς δε θα διαβάσει, αλλά τουλάχιστον θα ξέρω πως κάτι ένιωσα κάποτε, κάτι που με κράτησε ζωντανή και λίγο καιρό αργότερα με σκότωσε με το πιο άσχημο τρόπο, κάτι που τώρα προσπαθώ να ξεχάσω. Είναι αυτή η προσπάθεια να ξανά σηκωθείς και ας μην έχεις ακόμη καταλάβει πως έχεις πέσει, μια προσπάθεια να αναστηθείς, από έναν θάνατο που σε έφθειρε ενώ ζούσες και πώς να τον αντιληφθείς; Είναι πολλά.. και η νύχτα μεγάλη, τα όνειρα χάρτινα καράβια σε ορμητικά ποτάμια, η ζωή μια συνεχή πάλη, μια πάλη με έπαθλο την ευτυχία που όμως αν χάσεις, η ζωή θα παραμείνει στον αιώνιο εφιάλτη της πάλης και εσύ θα είσαι απλά μια σκιά κολλημένη σε έναν τοίχο.
Για αυτό σηκώνεσαι επιτέλους (ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει) γεμίζεις τις ώρες σου, απομακρύνεσαι από το ρομαντικό ποιητή, αψηφάς τους ανεκπλήρωτους έρωτες και προχωράς σε έναν δρόμο χωρίς να σε νοιάζει που θα σε βγάλει. Θυμάσαι τα λόγια που σου είχε πει τότε εκείνος ο όμορφος άνθρωπος:
"Δε θα το ξεπεράσεις ποτέ, απλά θα μάθεις να ζεις με αυτό", και με αυτή τη συγκρατημένη αισιοδοξία αποχωρείς από τη θάλασσα και επιστρέφεις σε ένα δωμάτιο κλείνοντας όλες τις σκέψεις σου σε εκείνο το ναυάγιο...