Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Just a little I do



Στέκεσαι εκεί, κρυμμένος πίσω από το γκρίζο σου πέπλο, αγέρωχος, απέραντος. Προσπαθώ να σε κοιτάξω στα μάτια κι ας τυφλωθώ, αλλά είσαι χαμένος σε έναν άλλο κόσμο μακριά από τον δικό μου. Ξυπνάω λίγο πριν το χάραμα ελπίζοντας πως θα ξυπνήσεις δίπλα μου, αλλά λείπεις. Γνωρίζαμε κι οι δύο την κατάληξη αυτή πριν ακόμη πούμε το τελευταίο μας αντίο, αλλά πώς να πιστέψεις ότι αυτό που τόσο καιρό είχες δίπλα σου δεδομένο, δοσμένο και ολοκληρωτικά δικό σου, ξαφνικά θα εξαφανιζόταν; 

Θυμάμαι το τελευταίο μας ταγκό, εκείνο το σούρουπο λίγο πριν την τελευταία ηλιαχτίδα, δίπλα στην χάλκινη θάλασσα που καθρεφτιζόμασταν εμείς, εμείς και ο έρωτάς μας. Η ηλιαχτίδα χάιδευε το χαμόγελό μας, τα πόδια μας ήταν βρεγμένα και το αλάτι έκαιγε το σώμα μας. Η μουσική, μας υπενθύμιζε τη μελαγχολία εκείνου του θλιβερού δειλινού και τα βήματά μας ακολουθούσαν αργά το ρυθμό της, πιστά, καρτερικά. Ήμασταν εμείς, η μουσική και ο απόηχος των κυμάτων που αγκάλιαζαν τους βράχους κάθε φορά σαν να ήταν η τελευταία και τους άφηναν πάλι πίσω σε μια δακρυσμένη παραίσθηση.

Χθες, δεν άντεχα άλλο την απουσία σου. Μου είχες λείψει τόσο πολύ, νόμιζα πως άκουγα τη φωνή σου πίσω από εκείνο το πέπλο σε μια ουράνια μελαγχολική συγχορδία, αλλά κάθε φορά που έβγαινα έξω να σε βρω δεν υπήρχε τίποτα, μονάχα μια παγωμένη σιωπή και ένα γκρίζο παράπονο. Χθες όμως, χθες άκουσα το γέλιο σου και αυτό δε μπορεί να με πλανέψει, δε μπορεί. Βγήκα έξω, κάθισα σε εκείνο το σπασμένο παγκάκι δίπλα στο πεθαμένο ποτάμι, γύρισα προς το μέρος σου, έκλεισα τα μάτια μου, άδειασα κάθε σκέψη μου και σε άφησα να με πλησιάσεις, να με αγκαλιάσεις, σου χάρισα ένα χαμόγελο, μου χάρισες μερικές ματζόρε νότες, μείναμε λίγο εκεί στη ζεστασιά των αγγιγμάτων μας, μέχρι που άρχισες πάλι να απομακρύνεσαι και το γέλιο σου πια δεν ακουγόταν και η φωνή σου ήταν ξανά μια πλάνη.

Μέχρι την επόμενη φορά ήλιε μου, μέχρι την επόμενη φορά.