
Τέλος χρόνου σε λίγες μέρες.Ετυμολογικά η λέξη τέλος σημαίνει σκοπός, δηλαδή αποστολή εξετελέστη ο χρόνος πέρασε ωραία και άσχημα.
Πέρασαν 365 μέρες, αγωνίας, χαράς, λύπης. Μέσα σε αυτές τις μέρες ο άνθρωπος προσπάθει να βρει τρόπους να γελάσει, να κλάψει, να φλετάρει αλλά δε γίνεται, εμφανίζεται πάντα ένας ξένος, ένας άλλος, και αναρωτιέται "εγώ είμαι αυτός;". Αυτός ο άνθρωπος πάντα θα υπάρχει, θα είναι διπρόσωπος, ο καλός και ο κακός. Κάθε μέρα του χρόνου που μας πέρασε, προσπαθούσε να απαλλαχτεί από αυτό το πρόσωπο,αλλά μάταια.
Αυτές είναι οι σκέψεις ένος ανθρώπου οι οποίες καταγράφονται κάποιο ξημέρωμα μέσα στο μυαλό του, του δημιουργήθηκε αυτή η αίσθηση της μελαγχολίας, της στεναχώριας και επίσης ότι ο χρόνος περνά αμείλικτος μπρόστα από τη ζωή του και σιγα σιγά μεγαλώνει, χωρίς να το έχει καταλάβει. Μια ζωή την έχει και αυτή την έχει βαρεθεί, έχει βαρεθεί τον κόσμο, και όλα του φταίνε.
Tελευταία μέρα του χρόνου, και ο ήρωας μας αποφασίζει να μείνει μόνος στο σπίτι του, να μην παει πουθενά, κλείνει τα μάτια του και προσπαθεί να κοιμηθεί και το καταφέρνει. Ονειρεύτηκε ότι ήταν κοντά της και ότι πήρα την κιθάρα του και τραγούδαγε "πως σε αγαπώ μα δεν παντρεύομαι", έλεγε αυτά τα λόγια για να την πειράξει. Ήταν μια σχέση η οποία είχε περάσει από πολλά στάδια, είχε δοκιμαστεί άντεξε και προχώρησε. Ήξεραν τα πάντα ο ένας για τον άλλον, με το περάσμα του καιρού άρχισαν να απομακρύνονται, ο ήρωας μας είχε πειραχτεί και στεναχωρεθεί, την ρώταγε και εκείνη απαντούσε ότι "τα είπαμε όλα", αυτό τον πείραζε αισθανόταν πως του είχε φύγει, αυτό το αίσθημα έγινε έντονο από μια συνάντηση που είχαν ύστερα από αυτήν άλλαξε έγινε πιο απόμακρη, λιγομίλητη. Ο ήρωας μας δε άντεξε και τις είπε ότι αισθανόταν και τις σκέψεις του, τότε άρχισε ένας καυγάς που δε είχε και το καλύτερο τέλος. Όλα άλλαξαν δε ήταν ο ήχος στην παλιά της κιθάρα, δε ήταν μέσα στη τσέπη τα κλειδιά και τα τσιγάρα, δε ήταν πια στα αντικείμενα που της άρεσε να φροντίζει.
Καθώς έφτιαχνε τα πραγματά της, ο ηρώας μας πήρε την κιθάρα του και τραγουδούσε
Δωσ' μου φωνή δώσε μου χρώμα
κι' ασε με πάλι να καώ
αντέχω για ένα γύρο ακόμα
η αγάπη θέλει σ' αγαπώ
Δωσ' μου φωνή δώσε μου χρώμα
κι' όνειρο γίνε πλάνο μου
πόσο μελό να γίνω ακόμα
για να κολλήσεις πάνω μου
Εκείνη όμως τίποτα, δε έκανε πίσω..
Η ώρα πέρασε, ξύπνησε έψαξε όλο το σπίτι μήπως είχε γυρίσε μετά το τσακωμό που είχε μαζί της, αλλά δε ήταν πουθενά. Ο νέος χρόνος είχε μπει, ο κόσμος μέσα σε αυτό το χρόνο θα ερωτευτεί, θα πικραθεί, θα χαρεί, θα λυπηθεί, θα πονέσει, θα αντέξει. Αλλά αυτός δε θα τα γευτεί, χάθηκε στην αλλαγή του χρόνου ο..... Οι τίτλοι τέλους έπεσαν.
ΥΓ: Ήθελα να πάω λίγο κόντρα στο πνεύμα των γιορτών, έτσι για να διατηρήσω το όνομα "Εφιάλτης". Χρόνια Πολλά και Καλά.