Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

i.ii.iii

Δροσιά, ανάσες ζωής δίπλα σε μια θάλασσα δακρυσμένη. Το φεγγάρι στη δύση του, κατακόκκινο, να γεμίζει τη θάλασσα ματιές που καίνε. Και εσύ να στέκεις εκεί, ήρεμη, ακούγοντας μουσική. Είναι η πρώτη φορά που δεν κλαις ακούγοντας αυτό το τραγούδι, είσαι εσύ μέσα στη θάλασσα έτοιμη να πνιγείς και ψάχνεις διαφυγή.

Μοναξιά.

Ένας πίνακας στο βάθος, άσπρος, κάτασπρος, με μαύρο, κατάμαυρο φόντο. Και τώρα το αντίο είναι αυτό που σε κάνει να δακρύσεις, το αντίο στο δρόμο της επιστροφής. Το χέρι που σε τραβούσε ήταν αδύναμο και πλέον ψάχνεις μονάχα μια σκέψη, όμορφη κι απλή... αλλά σκέψη. Ίσως σε οδηγήσει έξω από τον βούρκο που είσαι, μακριά από τα δάκρυα που πνίγουν, ίσως το αντίο τότε να είναι πιο εύκολο, πιο οδηγούμενο.

Ίσως.

Και ας είναι αυτή η αβεβαιότητα, αυτό το γκρι που σε τρομάζει και τα "αν" που ταξιδεύουν, τα "μπορώ" που προσγειώνουν, τα "όνειρα" που μπερδεύουν και τα "είναι" που ισχύουν. Ίσως η τροχιά χάλασε πια και το άστρο πεθαίνει, αργά, μόνο για να μείνει μια λευκή ευχή ή ένα μαύρο δάκρυ. Μια αρχή ή ένα τέλος. Και τα δύο επιβλητικά.

Αναγκαία.