«Θα σ’αγαπάω για πάντα», μου είχες πει κάποτε. Πόσο ειλικρινής φαινόσουν,
πόσο ήθελα να σε πιστέψω…

Καθόμασταν εκεί αγκαλιά και παρατηρούσαμε όλο τον κόσμο που έτρεχε σα χαμένος δεξιά και αριστερά για να προλάβει πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Χριστούγεννα ήταν. Σε κοίταξα και σου είπα… «δε με αγάπας, δε θα με αγαπήσεις ποτέ, δε θα με αγαπάς για πάντα.» Και νευρίασες, είπες πως εγώ δε σε αγαπώ και ας ήσουν όλη μου η ζωή, προσπάθησα να σου εξηγήσω, αλλά είπες ψυχρά: «Ας κάνουμε σα να μη το είπες ποτέ αυτό». Δε μίλησα μόνο σε φίλησα και συνεχίσαμε να κοιτάζουμε τα φώτα της πόλης. Είχε πια νυχτώσει, όλοι είχαν φύγει, είχαμε μείνει μόνοι να απολαμβάνουμε την ομορφιά των Χριστουγέννων.
“Φύγε! Φύγε, δε μπορώ να ζω πια μαζί σου, με καταστρέφεις, μέρα με τη μέρα με καταστρέφεις.” Σε κοίταξα απορημένη, προσπαθούσα να καταλάβω την ένταση του θυμού σου, αλήθεια έφταιγα εγώ; Στεκόμουν εκεί στην πόρτα και σε κοίταζα… “Φύγε!” ξαναφώναξες, και πριν εξαφανιστώ για πάντα απ’ τη ζωή σου, ψιθύρισα…
«Δε μ’ αγαπάς, δε θα με αγαπήσεις ποτέ, δε θα με αγαπάς για πάντα.», με κοίταξες με απορία, θυμήθηκες εκείνη τη νύχτα που καθόμασταν αγκαλιά, δάκρυσες, χαμήλωσες το κεφάλι και ψιθύρισες: “φύγε… φύγε σε παρακαλώ…” , πριν κλείσω την πόρτα σε κοίταξα, ίσως με δάκρυα στα μάτια και σου είπα: «Σ’ αγαπώ άγγελε μου, να προσέχεις.»
Άρχισα να τρέχω, δε ξέρω αν ήθελα να φύγω μακριά σου ή μακριά απ’ τις σκέψεις μου… Κάποια στιγμή κουράστηκα και κάθισα σε ένα παγκάκι… Όχι, δε μπορεί… ήταν εκείνο… άρχισα να κλαίω… αλήθεια γιατί; Ίσως και να σε είχα πιστέψει όταν μου έλεγες πως μ’ αγαπάς και ας ήξερα πως δε το εννοούσες.
Τώρα είμαι ξαπλωμένη σ’ αυτό το παγκάκι, δυο χρόνια μετά… Χριστούγεννα, όπως και τα περασμένα, ίσως περίμενω να γυρίσεις και ας είναι μόνο για μια στιγμή…
“Αγάπη μου, με ακούς;” , κάποιος ψιθυρίζει και τραντάζομαι ολόκληρη, νομίζω πως είναι η φωνή σου… Μα όχι…
Κι όμως είσαι εσύ… Σε αγκαλιάζω και αρχίζω να κλαίω… Με κοιτάς… μου χαμογελάς και με ρωτάς: “Πώς είσαι;” , σε κοίταξα απορημένη… “Τους ανθρώπους που αγαπάμε, τους προσέχουμε και νοιαζόμαστε για αυτούς” , συνέχισες… σε κοίταξα πάλι απορημένη… «Σ’ αγαπώ… πάντα σ ‘αγαπούσα, θα σ’ αγαπώ για πάντα… αγάπησα την ιδέα σου, εσένα, την ανάμνησή σου… εσύ δε μ’ αγάπησες ποτέ, ίσως να αγάπησες την ιδέα μου, όχι εμένα όμως, ποτέ.»
Δάκρυσα.
Πόσο δίκιο είχες, πόσο σε αδίκησα, πόσο σε πλήγωσα, εκείνη τη νύχτα έτρεξα και δε γύρισα ποτέ ξανά πίσω, ενώ εσύ προσπαθούσες πάντα να γνωρίζεις πως είμαι… Με κοίταξες, δε μπόρεσα να καταλάβω το βλέμμα σου, χαμήλωσα το κεφάλι, με αγκάλιασες και την ώρα που σηκώθηκες να φύγεις… μου ψιθύρισες… «Σ’ αγαπώ ψυχή μου, να προσέχεις.»