Τη ρωτάω, "γιατί;" και κοιταζόμαστε δειλά, ντροπιασμένα, εγώ για τον εαυτό της κι εκείνη για το δικό μου. Πονάω, ψιθυρίζει. Αυτή η υπέροχη γεύση που δε μπόρεσε ποτέ να γευτεί, αυτό το υπέροχο. Βλέπεις, πως έχει φύγει, ξεκάθαρα, τώρα πια το ξέρεις και αυτό σε πονάει ακόμη περισσότερο.
Λυπάμαι. Με κοιτάς ικετευτικά και σε κοιτώ ανήμπορη, μουδιασμένη σε κάθε μου διάσταση, αδύνατη να ψιθυρίσω, ανίκανη να σε οδηγήσω. Ο χώρος γεμίζει μουσική και εσύ παίρνεις το αυτοκίνητό σου και χάνεσαι στη σιωπή της νύχτας, στο μινόρε παίξιμο του βουβού αυτού δρόμου. Η μουσική του δυνατή, ικανή, σχεδόν, να πνίξει το γιατί στο κρυστάλλινο δάκρυ σου, αυτό που κυλάει ανενόχλητο και σβήνει στα σφιγμένα σου χείλη. Για μια στιγμή σταματάς, κοιτάς τον ουρανό, τα αστέρια.. ψάχνεις μια ελπίδα, μια σπίθα, μα η νύχτα είναι βαριά, βαθιά στο μαύρο της πέπλο, στην αγκαλιά της μοναξιάς της. Εσύ, ω εσύ, προσπαθείς να της κάνεις λίγη παρέα, ελπίζοντας για τη λύτρωση, για το ταξίδι μακριά από εδώ, εκεί που το γιατί δεν υπάρχει, δεν έχει λόγο να δακρύσει στο μάγουλό σου.
Όχι, όχι.. μη φεύγεις όνειρο.. κάτσε ένα λεπτό, μονάχα ένα. Δώσε μου κάτι να συνεχίσω, σε παρακαλώ. Όχι ξανά..
Κι εκεί νιώθεις ένα χέρι βαρύ να σε χαστουκίζει στο πρόσωπο, είναι ο εαυτός σου που λυσσάει για τη λύτρωση, τη διαφυγή και σε παρακαλεί, σε υποτάσσει, σε διώχνει με όποιο τρόπο μπορεί, σε στέλνει στο τίποτα, μήπως και δημιουργήσεις το δρόμο της διαφυγής σου, της επιστροφής σου, στον εαυτό που σε προσκαλεί, στην ευτυχία που ξέρεις πια να επιλέγεις.
Δειλά, μα τα καταφέρνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου