Τη ρωτάω, "γιατί;" και κοιταζόμαστε δειλά, ντροπιασμένα, εγώ για τον εαυτό της κι εκείνη για το δικό μου. Πονάω, ψιθυρίζει. Αυτή η υπέροχη γεύση που δε μπόρεσε ποτέ να γευτεί, αυτό το υπέροχο. Βλέπεις, πως έχει φύγει, ξεκάθαρα, τώρα πια το ξέρεις και αυτό σε πονάει ακόμη περισσότερο.
Λυπάμαι. Με κοιτάς ικετευτικά και σε κοιτώ ανήμπορη, μουδιασμένη σε κάθε μου διάσταση, αδύνατη να ψιθυρίσω, ανίκανη να σε οδηγήσω. Ο χώρος γεμίζει μουσική και εσύ παίρνεις το αυτοκίνητό σου και χάνεσαι στη σιωπή της νύχτας, στο μινόρε παίξιμο του βουβού αυτού δρόμου. Η μουσική του δυνατή, ικανή, σχεδόν, να πνίξει το γιατί στο κρυστάλλινο δάκρυ σου, αυτό που κυλάει ανενόχλητο και σβήνει στα σφιγμένα σου χείλη. Για μια στιγμή σταματάς, κοιτάς τον ουρανό, τα αστέρια.. ψάχνεις μια ελπίδα, μια σπίθα, μα η νύχτα είναι βαριά, βαθιά στο μαύρο της πέπλο, στην αγκαλιά της μοναξιάς της. Εσύ, ω εσύ, προσπαθείς να της κάνεις λίγη παρέα, ελπίζοντας για τη λύτρωση, για το ταξίδι μακριά από εδώ, εκεί που το γιατί δεν υπάρχει, δεν έχει λόγο να δακρύσει στο μάγουλό σου.
Όχι, όχι.. μη φεύγεις όνειρο.. κάτσε ένα λεπτό, μονάχα ένα. Δώσε μου κάτι να συνεχίσω, σε παρακαλώ. Όχι ξανά..
Κι εκεί νιώθεις ένα χέρι βαρύ να σε χαστουκίζει στο πρόσωπο, είναι ο εαυτός σου που λυσσάει για τη λύτρωση, τη διαφυγή και σε παρακαλεί, σε υποτάσσει, σε διώχνει με όποιο τρόπο μπορεί, σε στέλνει στο τίποτα, μήπως και δημιουργήσεις το δρόμο της διαφυγής σου, της επιστροφής σου, στον εαυτό που σε προσκαλεί, στην ευτυχία που ξέρεις πια να επιλέγεις.
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς Μές στή μέση τής θάλασσας Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά τής θάλασσας
Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Το μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης Y.Γ. Πρόσθεσα αρκετές στροφές ακόμη, διότι δυσκολεύτηκα να διαλέξω κάποιες..