- Σε περιμένω έξω από το σινεμά.
- Ξεκινάω.
Είχε ξεχάσει πώς είναι να συνομιλεί μαζί της. Όλον αυτό τον καιρό προσπαθούσε να θυμηθεί το πρόσωπό της, αφήνοντας το χρόνο να κάνει καλά τη δουλειά του. Τώρα θα την έβλεπε ξανά.
Είχε ξεχάσει πώς είναι να είναι ερωτευμένος μαζί της.
Είχε πιει πολύ. Το ποτό άλλωστε είχε αποδειχθεί ο πιο πιστός φίλος του.
Νιώθει μια σκιά να πλησιάζει. Ήταν εκείνη. Την αγκαλιάζει δίχως δεύτερη σκέψη, ίσως και δίχως πρώτη.
Πόσο ξένος φάνταζε αυτός ο ίδιος άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά του!
- Λοιπόν, τι θες;
- Τι να θέλω ρε Τάνια;
Έδειχνε να εκνευρίζεται μαζί της, λες και εκείνη θα όφειλε να ξέρει την απάντηση. Εκείνος όμως ήξερε πως ο θυμός του προέρχονταν από την αδυναμία του να απαντήσει: τι επιζητούσε στα συντρίμμια ενός έρωτα;
Την κοιτούσε κατάματα, λες και δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Προσπαθούσε να ανιχνεύσει τον έρωτα. Τον αγαπούσε άραγε όπως τότε;
- Ορέστη, δώσε μου λίγο χρόνο. Συνέβησαν τόσα πολλά.
- Πώς μπορείς να είσαι τόσο ψυχρή;
- Ο πόνος δεν είναι προνόμιο αποκλειστικά δικό σου.
Σιωπή. Ύστερα σκόρπιες λέξεις, χωρίς συνοχή.
Έτσι, να μην μιλά κανείς για τον έρωτα, απλώς να τον υπονοεί. Να γίνεται αισθητή η παρουσία του, απλώς και μόνο με την απουσία του.
Έφτασε σπίτι τσακισμένος, όχι τόσο για αυτά που ξεστόμισε, ούτε για τα λάθη του, που στην τελική τον κρατούσαν ζωντανό. Ήταν συντετριμμένος για εκείνα που φώλιαζαν μέσα του.
Έκλαψε.
Όχι για εκείνα που συνέβησαν, αλλά για εκείνα που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Έκλαψε για εκείνα, που δεν θα συμβούν ποτέ πια.
Πηγή: http://3pointmagazine.gr/ , της Χρύσας Βαϊνανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου