Απόψε, κρυώνεις. Ξαπλώνεις για μια στιγμή, να αφήσεις ένα δευτερόλεπτο την
κούραση σου να ξεχαστεί, όμως, δεν κρατιέσαι και δακρύζεις, κλαις.
Γιατί; Ρωτάς τον εαυτό σου, αλλά καμιά απάντηση, μονάχα μια καταιγίδα
σκέψεων, πολλά αν, γιατί, πώς. Προσπαθείς να βάλεις μια τάξη, μια ισορροπία
στην σκέψη, γιατί γνωρίζεις ότι οι σκέψεις δεν έχουν λογική. Μερικές εβδομάδες
πριν γέλαγες με αυτές τις ίδιες σκέψεις, μα σήμερα κλαις. Δε σε καταλαβαίνω. Τι
λείπει αυτή τη νύχτα; Και τι μπορείς να αλλάξεις; Τίποτα. Δεν ξέρεις καν αυτά τα
αν γιατί τα σκέφτεσαι, ούτε άλλα μονοπάτια αν θες να ακολουθήσεις.
Φταίει εκείνο το κρύο ξημέρωμα στο μετρό, η αγκαλιά που σήμαινε τόσα πολλά,
τα χέρια που κρατιόντουσαν σφιχτά σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί στην
πραγματικότητα, το αύριο θα ξημέρωνε διαφορετικό, θα μας έβρισκε σε άλλα μέρη,
σε γνώριμα, που έμοιαζαν ξένα, μα τα ένιωθες σπίτι. Δεν ήσουν έτοιμος να
γυρίσεις σπίτι, δεν ήμασταν έτοιμοι να πούμε αντίο σε αυτά που δεν είχαμε το
χρόνο να ζήσουμε. Χώθηκα στα ζεστά σου χέρια και, αλήθεια σου λέω, δεν υπήρχε
πιο όμορφη αγκαλιά, τόσο ειλικρινής, ζεστή. Κρατιόμασταν στη πόρτα, ο έντονος ήχος
που προειδοποιεί τον επερχόμενο διωγμό μας, ακούγεται τόσο σπαρακτικός για
πρώτη φορά, κοιταζόμαστε, οι πόρτες κλείνουν και δακρύζουμε. Σε λίγες ώρες θα
είμαστε μακριά, πολύ μακριά, κι εκείνη τη στιγμή δε συνειδητοποιούμε τι κενό
έμεινε στις καρδιές μας και φτάνουμε σήμερα εδώ, χρόνια μετά, σε μια πικρή
νύχτα να αναρωτιόμαστε και να προσπαθούμε λογικά να πείσουμε το μυαλό πως δεν
έχει νόημα να κλαις, ούτε να αναρωτιέσαι, γιατί δε ξέρεις καν το γιατί.
Μα απόψε, καμιά λογική δε φαίνεται να βοηθάει, σκέφτεσαι πως αύριο
ξημερώνει μια άλλη μέρα. Πάλι, όμως, θα είμαστε σε διαφορετικά πρωινά, μα
τουλάχιστον ελπίζεις το αύριο να μοιάζει με ζεστό πρωινό του Σαββάτου.
Καληνύχτα.