Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Για χάρη...


Απόψε, κρυώνεις. Ξαπλώνεις για μια στιγμή, να αφήσεις ένα δευτερόλεπτο την κούραση σου να ξεχαστεί, όμως, δεν κρατιέσαι και δακρύζεις, κλαις.

Γιατί; Ρωτάς τον εαυτό σου, αλλά καμιά απάντηση, μονάχα μια καταιγίδα σκέψεων, πολλά αν, γιατί, πώς. Προσπαθείς να βάλεις μια τάξη, μια ισορροπία στην σκέψη, γιατί γνωρίζεις ότι οι σκέψεις δεν έχουν λογική. Μερικές εβδομάδες πριν γέλαγες με αυτές τις ίδιες σκέψεις, μα σήμερα κλαις. Δε σε καταλαβαίνω. Τι λείπει αυτή τη νύχτα; Και τι μπορείς να αλλάξεις; Τίποτα. Δεν ξέρεις καν αυτά τα αν γιατί τα σκέφτεσαι, ούτε άλλα μονοπάτια αν θες να ακολουθήσεις.

Φταίει εκείνο το κρύο ξημέρωμα στο μετρό, η αγκαλιά που σήμαινε τόσα πολλά, τα χέρια που κρατιόντουσαν σφιχτά σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί στην πραγματικότητα, το αύριο θα ξημέρωνε διαφορετικό, θα μας έβρισκε σε άλλα μέρη, σε γνώριμα, που έμοιαζαν ξένα, μα τα ένιωθες σπίτι. Δεν ήσουν έτοιμος να γυρίσεις σπίτι, δεν ήμασταν έτοιμοι να πούμε αντίο σε αυτά που δεν είχαμε το χρόνο να ζήσουμε. Χώθηκα στα ζεστά σου χέρια και, αλήθεια σου λέω, δεν υπήρχε πιο όμορφη αγκαλιά, τόσο ειλικρινής, ζεστή. Κρατιόμασταν στη πόρτα, ο έντονος ήχος που προειδοποιεί τον επερχόμενο διωγμό μας, ακούγεται τόσο σπαρακτικός για πρώτη φορά, κοιταζόμαστε, οι πόρτες κλείνουν και δακρύζουμε. Σε λίγες ώρες θα είμαστε μακριά, πολύ μακριά, κι εκείνη τη στιγμή δε συνειδητοποιούμε τι κενό έμεινε στις καρδιές μας και φτάνουμε σήμερα εδώ, χρόνια μετά, σε μια πικρή νύχτα να αναρωτιόμαστε και να προσπαθούμε λογικά να πείσουμε το μυαλό πως δεν έχει νόημα να κλαις, ούτε να αναρωτιέσαι, γιατί δε ξέρεις καν το γιατί.

Μα απόψε, καμιά λογική δε φαίνεται να βοηθάει, σκέφτεσαι πως αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Πάλι, όμως, θα είμαστε σε διαφορετικά πρωινά, μα τουλάχιστον ελπίζεις το αύριο να μοιάζει με ζεστό πρωινό του Σαββάτου.


Καληνύχτα.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Πεφταστέρι


Κοιτώ το φεγγάρι που καθρεφτίζεται στο πάτωμα και φαίνεται τόσο όμορφο. Σηκώνομαι, κατευθύνομαι προς το παράθυρο και χαζεύω τη νύχτα. Έχει δροσιά, οριακά κρυώνεις. Τα φώτα της πόλης τρεμοπαίζουν και τα αστέρια χορεύουν στον δικό τους ρυθμό. Μοιάζουν τόσο τυχαία διασκορπισμένα, αλλά είναι όλα ακριβώς εκεί που πρέπει. Σε ασφαλείς αποστάσεις από τη σύγκρουση, σε μια αρμονική κίνηση στο δικό τους όνειρο. Σε κάνει να σκέφτεσαι ποια είναι αυτή η απόσταση τελικά, η ασφαλής, που σε κρατάει σε τροχιά γύρω από τους ανθρώπους, ασφαλή από τη σύγκρουση ή την απομάκρυνση. Μα είναι έτσι αυτές οι σχέσεις που οι αποστάσεις συνεχώς αλλάζουν με τυχαίους ρυθμούς που δε μπορείς να προβλέψεις. Σκέφτεσαι ποιος αλλάζει σε αυτή τη πορεία και όλα χρειάζονται νέους υπολογισμούς. Μήπως είσαι εσύ; Και αν ναι, τότε τι ζητάς; Τι ψάχνεις; Γιατί κλαις;

-          - Έχει ψύχρα σήμερα!

Σαστίζεις. Χαμηλώνεις το κεφάλι και βλέπεις αυτό τον γνωστό άγνωστο γεράκο με αυτό το αμφιλεγόμενο χαμόγελο.

-          - Πώς βρεθήκατε εδώ;

Ρωτάς ανούσια, γιατί δεν έχεις τίποτα να πεις. Έχεις τόσες σκέψεις μπερδεμένες στο μυαλό σου που απλά προσπαθείς να αποφύγεις.

-          - Με κάλεσες.

Τον κοιτάζω, δήθεν σαστισμένη και δακρύζω.

-        - Γιατί κλαις; Δεν είναι κακό, αλλά κάποιες φορές νομίζω υπερβάλλεις.

Νευριάζω, αλλά δεν έχω καμιά απάντηση.

-       - Οι άνθρωποι μας απογοητεύουν. Το έμαθες αυτό πια. Είτε είναι ένας άγνωστος στο δρόμο, είτε ένας φίλος, είτε η οικογένειά μας, είτε ο ίδιος σου ο εαυτός. Πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τι πραγματικά συμβαίνει. Αλήθεια, ήταν εσύ ή αυτός;

Σηκώνω πάλι το κεφάλι μου και χαζεύω τα αστέρια. Ίσως και να ήμουν εγώ, που άλλαξα, όχι όμως για να με απογοητεύσω, απλά για να με προστατεύσω. Από τι δε ξέρω. Προχωράς στη ζωή και αναρωτιέσαι τι ψάχνεις. Πολλές φορές το αναζητάς απεγνωσμένα. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν έχεις ιδέα πού πας, βαδίζεις ελπίζοντας να φτάσεις κάπου που θα αξίζει. Ξεχνάς πως το σημαντικότερο είναι το ταξίδι και δε ψάχνεις συνταξιδιώτες, μονάχα ελπίζεις εκεί που θα φτάσεις να βρεις τον προορισμό σου.

-       - Ίσως πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις αυτό. Σταμάτα να βαδίζεις για μια στιγμή και αναλογίσου τι σε περιβάλλει, σε ποιο δρόμο βαδίζεις και πού θα καταλήξεις. Έλα να κάτσουμε σε αυτό το παγκάκι, δίπλα στη σπασμένη λάμπα.

-      - Γιατί επεμβαίνεις στη σιωπή μου; Δεν είπα τίποτα από αυτά.
-       - Δε χρειαζόταν. Το ξέρεις ότι είμαι μέσα στο μυαλό σου. Μη ψάχνεις για μαγικά κόλπα, απλά κοίτα λίγο πιο προσεκτικά.

Τον κοιτώ σαστισμένος. Νιώθω ευάλωτος, εκτεθειμένος, σαν ένα ανοιχτό βιβλίο στη βροχή που το ποδοπάτησε ένας άγνωστος.

-      - Εντάξει. Μπορείς να κάτσεις. Αλλά, σταμάτα να μιλάς και πραγματοποίησε την ευχή μου.

Καληνύχτα.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Μέχρι τότε

Μου λείπεις. Όταν σε βλέπω θέλω τόσο πολύ να στο πω, μα ξέρω πως δεν έχει νόημα. Ξέρω κάποιες φορές η τύχη μας τα φέρνει έτσι, που δε μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Πιθανότατα αυτές οι φορές να είναι ελάχιστες ή ακόμη να μην έχουμε το κουράγιο, την πίστη ή την δύναμη να τις αλλάξουμε βασιζόμενοι σε ένα προαίσθημα. Απλά ελπίζω να μην αργήσει η φορά που θα σε γνωρίσω ξανά από την αρχή, όχι εσένα συγκεκριμένα αλλά εσένα που θα αντιπροσωπεύεις όλα αυτά που αντιπροσώπευες. Φοβάμαι, πως αργεί αυτή η στιγμή, η στιγμή που η τύχη θα μας τα φέρει πάλι αλλιώς, λίγο πιο αισιόδοξα, λίγο πιο παραμυθένια.

Χαζεύω τη θάλασσα και θυμάμαι εκείνη τη μέρα που χαζεύαμε μαζί τα φώτα της πόλης με ένα ποτήρι κρασί, ένα χαμόγελο και μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία, αφέλεια θα την ονόμαζα τώρα. Χαμογελάω για εκείνη τη στιγμή, δακρύζω για την αφέλειά μας και κλαίω για τις στιγμές που δε ζήσαμε.

Ελπίζω σε εκείνον να εμφανιστεί ξανά, μα τούτη τη φορά να είναι λίγο πιο πραγματικός, να θυμίζει αυτό που αντιπροσωπεύεις και να είναι εδώ.


Σου σκάω ένα χαμόγελο για καληνύχτα και ελπίζω απόψε να μη σ’ ονειρευτώ ξανά.