Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Αποχώρηση...


Ποτήρι άδειο, το μπουκάλι στο πάτωμα. Μόνη κάθομαι και πίνω, μα δυστυχώς δεν ξεχνώ... Δυο μπουκάλια έχουν τελειώσει, μα οι σκέψεις είναι ακόμη εδώ.
Αρνούνται να φύγουν, να υποχωρήσουν...
Όσο κι αν έχω πιει, παραμένουν εδώ κολλημένες.
Πόσο μ' αγαπάνε άραγε, πόσο τις αγαπώ;
Αυτές μονάχα είναι ότι μου έχει απομείνει από εσένα, άντε και δυο φωτογραφίες. Μόνο αυτές μπορούν έστω και στιγμιαία να με φέρουν κοντά σου, δίπλα σου. Στην αγκαλιά σου. Μόνο αυτές και ας με πονάει τόσο η διαδρομή.

Ο δρόμος σκοτεινός, η βροχή δυνατή.
Ο πόνος μεγάλος, η ζωή μικρή.
Εγώ εδώ, εσύ εκεί.
Εγώ πονώ, εσύ γελάς.
Ο κόσμος προχωρεί, εγώ μένω.
Ο άνθρωπός μου φεύγει, εγώ κλαίω.
Νόημα δε βρίσκω... μα ποιος είπε ότι αγαπάμε λογικά;
Οι σκέψεις μπερδεμένες και εγώ χαμένη στο πουθενά.
Μόνο κύκλους κάνω, δε μπορώ να ξεφύγω απ' την τροχιά σου.
Το σύμπαν μεγάλο, μα εγώ μένω κολλημένη εδώ.
Ταξιδεύω μα δεν πάω μακριά, πάλι η τροχιά σου με παρασέρνει.
Θα μπορέσω άραγε ποτέ να της ξεφύγω;
Πάλι οι αναμνήσεις επιστρέφουν.
Θα μπορέσω ποτέ να τις διώξω;

Γλυκό όνειρο της νύχτας, στην μέρα εφιάλτης γίνεσαι,
ζεις για μια βραδιά και το ξημέρωμα πεθαίνεις.
Δε κλαίω για σένα, θρηνώ με εσένα,
κάθε βράδυ γεννιέμαι μαζί σου, και κάθε ξημέρωμα πεθαίνω δίπλα σου.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Απολογισμός




Πέρασα πολλές νύχτες μαζί με την φωτιά και να καίγομαι και εγώ μαζί της. Ένα άρρωστο παιχνίδι με νικητή όχι εμένα. Ξαφνικά βρέθηκα σε μια φυλακή με ανθρώπους που μου ήταν όλοι άγνωστοι, ήξεραν τουλάχιστον γιατί ήταν μέσα εγώ όσο και αν προσπαθούσα να θυμηθώ ήταν άδικη προσπάθεια, δε με ενδιαφέρει εξάλλου όλα τα έχω δει, θυμάμαι ένα φίλο μου, που ένα βράδυ κοιτούσε το ταβάνι και είδε μια αράχνη και ήθελε να την σκοτώσει τότε το πρόσωπό του βρέθηκε στην γωνία που υποβασούσε την οροφή, πήρε ένα τραπέζι και ανέβηκε σκέφτηκε πως "δεν έχω κάνει κάτι μέχρι τώρα στη ζωή μου" και έτσι κρεμάστηκε, γιατί να βασανίζομαι.
Ύστερα είδα ένα παράθυρο είπα "τώρα είναι η ώρα" να έρθω ξανά σε εσένα. Με το φιλί σου γεννήθηκα... έφυγα ... ήρθα σε εσένα, σε είδα. Δεν άντεξα όμως και με πήραν τα κλάμματα στην αγκαλιά της πόρνης, όταν με παράτησες πέθανα.
Ξύπνησα σε ένα άγριο όνειρο παγωμένος, κοίταξα δίπλα μου και είδα εσένα, άκουσα όμως μια φωνή να λέει "που κοιμάται αυτή η πόρνη;", τουλάχιστον έζησα όσο με αγαπούσες, τότε το μάτι μου πήγε στη γωνία που υποβάσταζε το πάνω πάτωμα και δίπλα μια αράχνη που βάλθηκα να την σκοτώσω.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Σκέφτομαι...





... κάποιες φορές να καθήσω στην άκρη του δρόμου για να σχεδιάσω ταξίδια στο άγνωστο. Μα είμαι σε ένα αμάξι σα αυτά που διασχίζουν τα ονειρά μου, γιατί σε άφησα να φύγεις, μπορούσα να σε κράταγα εδώ, τόσα πράγματα, αλήθεια δεν τα βλέπει κανείς, και πως να αντιμετωπίσεις κανείς μόνος του;... και τα όνειρα ποιος θα τα πραγματοποιήσει;
Όταν έρθεις να με δεις στο μνήμα και με ξεθάψεις από τις στάχτες, να ξέρεις πως οι λύπες θα με ψάχνουν. Άραγε το τρένο που βλέπαμε μαζί θα είναι ακόμα εκεί να σφυρίζει; Ο ερωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές όταν θα με ξέθαβες, μα δε με νοιάζει τι έλεγε ο κόσμος το πως κατάντησα έτσι εξαιτίας σου, μα την συνέχεια την ξέρω. Την επόμενη μέρα θα με βρουν κρεμασμένο στην καμαρά μου... και έτσι όπως με έθαφαν πριν βασιλέψει ο ήλιος, ακούστηκε το τρένο να σφυρίζει.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Πόλεμος...


Το κρύο τσουχτερό, ήσυχη βραδιά, έβρεχε και η βροχή μου υπενθύμιζε γλυκά... πως δεν θέλω να θυμάμαι, δε θέλω να ξεχνώ, αυτή τη φορά όμως έπρεπε να προχωρήσω, να μη ξεχάσω τίποτα, να μη λυγίσω, να μη κοιτάξω πίσω. Έπρεπε να φύγω.
Ο λόγος, η φυλακή σου, το τείχος που είχες υψώσει γύρω μου και με είχες κλείσει μέσα, ερχόσουν συχνά να δεις αν είμαι καλά, αλλά δε με άφηνες να γνωρίσω τον έξω κόσμο, θυμάμαι τη βραδιά που μου είπες:
"Εγώ θα είμαι έξω στα τείχη να πολεμώ για σένα", και ένιωθα αδύναμη, τόσο αδύναμη, δε με άφηνες να πολεμήσω για τη ζωή μου. Κάποια στιγμή άφησες την πόρτα ανοιχτή, χάρηκα, σε πλησίασα και σου είπα πως θα φύγω, πως δε μπορώ να ζω εγκλωβισμένη και εσύ κοίταξες ικετευτικά... ήταν όμως αργά... πολύ αργά για να γυρίσω πίσω. Έκανα το πρώτο βήμα, "σε παρακαλώ", ψιθύρισες, όμως εγώ είχα ήδη φύγει, "να προσέχεις", σου είπα και δε γύρισα να σε κοιτάξω, δε μπορούσα, θα λύγιζα και θα γύρναγα πίσω, θα πονούσε λιγότερο, αλλά δε θα ήμουν πια η ίδια, για αυτό συνέχισα, έστριψα στο πρώτο δρομάκι που βρήκα, δεν άντεχα τα μάτια σου που με ακολουθούσαν, το μονοπάτι ήταν τεράστιο, δε μπορούσα να διακρίνω το τέλος του, όσο και αν προχωρούσα ένιωθα χαμένη...
"χάθηκες;", άκουσα μια γέρικη, βαριά, όμως τόσο γνώριμη φωνή να με ρωτάει... γύρισα τρομαγμένη, κοίταξα, ήταν εκείνος ο γεράκος που εμφανίζεται κάθε φόρα λίγο πριν το τέλος, μου έδειξε ένα δρομάκι στα αριστερά, που δε μπορούσα όση ώρα κι αν κοίταγα να δω, έστριψα προχώρησα λίγο ζαλισμένη... "έφτασα", ψιθύρισα. Έγινα ένα με το εγώ μου, ήμουν πάλι ελεύθερη στη θάλασσα, χωρίς κανένα τείχος γύρω μου και ένα απαλό αεράκι να με βοηθάει να ταξιδέψω ξανά σε άγνωστα νερά.

Άραγε με ακολούθησες για να βρεις το δικό σου λιμάνι;